Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χερσόω
χέρσυδρος
χερσώδης
χερύδριον
χεσᾶς
χεσείω
χεσιφωνέω
χέσμα
χεῦα
χεῦμα
χεύω
χέω
χῆ
χηλαμός
χηλαργός
χηλᾶς
χήλευμα
χηλευτός
χηλεύω
χηλή
χήλινος
View word page
χεύω
χεύω, v. sq.


ShortDef

[pour > χέω]

Debugging

Headword:
χεύω
Headword (normalized):
χεύω
Headword (normalized/stripped):
χευω
IDX:
113853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113854
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χεύω</span>, v. sq.</div><br><br>'}