χερνίπτομαι
χερνίπτομαι, fut.
A). -ψομαι IT 622 : Med.: ( χείρ, νίζω):—wash one's hands with holy water, esp. before sacrifice, χερνίψαντο δ’ ἔπειτα ; 1.449 αὐτός γε χερνίπτου Pax 961 ; ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος . 6.52
2). sprinkle with holy water, purify or dedicate thereby, χαίτην E.l.c.
II). Act. χερνίπτω, sacrifice, only :—aor. Pass. 184 χερνιφθείς dedicated, ( 6.156 ).