Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χελωνοειδής
χελωνός
χελωνοφάγος
χελώτρα
χέννιον
χενόσιρις
χέραβος
χέραδος
χεράριος
χερδαμός
χέρεια
χερειότερος
χερείων
χέρεσσι
χεριάρης
χέριον
χεριφυρής
χέρμα
χερμάδιον
χερμάζω
χερμάς
View word page
χέρεια
χέρεια,
A). v. χερείων.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χέρεια
Headword (normalized):
χέρεια
Headword (normalized/stripped):
χερεια
IDX:
113776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113777
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χέρεια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χερείων.</span> </div> </div><br><br>'}