Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χελιδονισμός
χελιδονισταί
χελιδών
χελίσκιον
χέλισκον
χελιχελώνη
χελλαρίης
χελληστυάρχας
χελληστυαρχέω
χελληστύς
χέλλιοι
χέλλος
χελλών
χελύδριον
χέλυδρος
χελύκλονος
χέλυμνα
χελυνάζω
χελύνειον
χελύνη
χελύνιον
View word page
χέλλιοι
χέλλιοι
,
οἱ
, Aeol. for
χίλιοι,
Hdn.Gr.
2.604
; cf.
δισχέλιοι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χέλλιοι
Headword (normalized):
χέλλιοι
Headword (normalized/stripped):
χελλιοι
IDX:
113739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113740
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χέλλιοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">χίλιοι,</span> Hdn.Gr.<span class="bibl"> 2.604 </span>; cf. <span class="foreign greek">δισχέλιοι.</span> </div><br><br>'}