Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
χειροτεχνκή
χειροτέχνιον
χειροτεχνίτης
χειροτέχντμητος
χειροτονέω
χειροτονητέον
χειροτονητής
χειροτονητός
χειροτονία
χειρότονος
χειροτριβέω
χειροτριβία
χειροτυπής
χειρουργέω
χειρούργημα
χειρουργητέος
χειρουργία
View word page
χειροτονητής
χειροτον-ητής, οῦ, , = Lat.
A). creator, Gloss.


ShortDef

creator

Debugging

Headword:
χειροτονητής
Headword (normalized):
χειροτονητής
Headword (normalized/stripped):
χειροτονητης
IDX:
113684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113685
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειροτον-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">creator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}