Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειροπληθής
χειροπληθιαῖος
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειρόπους
χειρόπουν
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειρότερος
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
χειροτεχνία
χειροτεχνικός
View word page
χειροσκοπικός
χειρο-σκοπικός, , όν,
A). based on palmistry, οἰώνισμα Suid. s.v. Ἕλενος.


ShortDef

based on palmistry

Debugging

Headword:
χειροσκοπικός
Headword (normalized):
χειροσκοπικός
Headword (normalized/stripped):
χειροσκοπικος
IDX:
113667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113668
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρο-σκοπικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">based on palmistry,</span> <span class="quote greek">οἰώνισμα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Ἕλενος.</span> </div> </div><br><br>'}