Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειροπέδη
χειρόπεδον
χειροπληθής
χειροπληθιαῖος
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειρόπους
χειρόπουν
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειρότερος
χειροτεχνέω
χειροτέχνημα
χειροτέχνης
View word page
χειροσιδήριον
χειρο-σῐδήριον, τό,
A). grapnel, grapplinghook, ibid. (v.l.).


ShortDef

grapnel, grapplinghook

Debugging

Headword:
χειροσιδήριον
Headword (normalized):
χειροσιδήριον
Headword (normalized/stripped):
χειροσιδηριον
IDX:
113665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113666
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρο-σῐδήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grapnel, grapplinghook,</span> ibid. (v.l.).</div> </div><br><br>'}