Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειρόνομος
χειρόνως
χειροπέδη
χειρόπεδον
χειροπληθής
χειροπληθιαῖος
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειρόπους
χειρόπουν
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
χειροσκοπικός
χειροσκόπος
χειρόσοφος
χειροστρόφιον
χειροτένων
χειρότερος
χειροτεχνέω
View word page
χειρόπους
χειρό-πους, , ,


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χειρόπους
Headword (normalized):
χειρόπους
Headword (normalized/stripped):
χειροπους
IDX:
113663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113664
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρό-πους</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,</div><br><br>'}