Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χειρομύλιον
χειρόμυλον
χειρόνιβον
χειρόνιπτρον
χειρονομέω
χειρονομησείω
χειρονομία
χειρόνομος
χειρόνως
χειροπέδη
χειρόπεδον
χειροπληθής
χειροπληθιαῖος
χειροπόδης
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειροπόνια
χειρόπους
χειρόπουν
χειροσιδήριον
χειροσκοπία
View word page
χειρόπεδον
χειρό-πεδον
,
τό
, = foreg.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χειρόπεδον
Headword (normalized):
χειρόπεδον
Headword (normalized/stripped):
χειροπεδον
IDX:
113656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113657
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρό-πεδον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}