Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειροκρατησία
χειροκρατία
χειροκρατικός
χειροκρίτης
χειρόκτυπος
χειρολάβη
χειρολαβίς
χειρολογέω
χειρολυχνία
χειρόμακτρον
χειρόω1
χειρόμαντις
χειρομάππιον
χειρομάχα
χειρομαχέω
χειρομαχία
χειρομήριον
χειρομύλη
χειρομύλιον
χειρόμυλον
χειρόνιβον
View word page
χειρόω1
χειρό-ω- might be due to 'contamination' with the root of ὀμόργ-νυμι.]


ShortDef

master, subdue

Debugging

Headword:
χειρόω1
Headword (normalized):
χειρόω
Headword (normalized/stripped):
χειροω1
IDX:
113638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρό-ω-</span> might be due to \'contamination\' with the root of <span class="foreign greek">ὀμόργ-νυμι.]</span> </div><br><br>'}