Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειροθεσία
χειρόκμητος
χειροκοπέω
χειροκόπος
χειροκρασία
χειροκρατέω
χειροκρατησία
χειροκρατία
χειροκρατικός
χειροκρίτης
χειρόκτυπος
χειρολάβη
χειρολαβίς
χειρολογέω
χειρολυχνία
χειρόμακτρον
χειρόω1
χειρόμαντις
χειρομάππιον
χειρομάχα
χειρομαχέω
View word page
χειρόκτυπος
χειρό-κτῠπος, ον,
A). stricken by the hand; v. χοροιτύπος 1 .


ShortDef

stricken by the hand

Debugging

Headword:
χειρόκτυπος
Headword (normalized):
χειρόκτυπος
Headword (normalized/stripped):
χειροκτυπος
IDX:
113632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρό-κτῠπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stricken by the hand;</span> v. <span class="ref greek">χοροιτύπος</span> <span class="bibl"> 1 </span>.</div> </div><br><br>'}