Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειρόδεσμος
χειροδίκαιος
χειροδίκης
χειροδόσιον
χειροδοτέω
χειρόδοτος
χειροδράκων
χειροδρόπος
χειροέρκτης
χειροήθεια
χειροήθης
χειροθεσία
χειρόκμητος
χειροκοπέω
χειροκόπος
χειροκρασία
χειροκρατέω
χειροκρατησία
χειροκρατία
View word page
χειροέρκτης
χειρο-έρκτης· χειρουργός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χειροέρκτης
Headword (normalized):
χειροέρκτης
Headword (normalized/stripped):
χειροερκτης
IDX:
113619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113620
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρο-έρκτης·</span> <span class="foreign greek">χειρουργός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}