Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειρογάστωρ
χειρογονία
χειρογραφεω
χειρογραφία
χειρόγραφος
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειρόδεσμος
χειροδίκαιος
χειροδίκης
χειροδόσιον
χειροδοτέω
χειρόδοτος
χειροδράκων
χειροδρόπος
χειροέρκτης
χειροήθεια
χειροήθης
χειροθεσία
χειρόκμητος
χειροκοπέω
View word page
χειροδόσιον
χειρο-δόσιον, τό,
A). wages, hire, Gloss.


ShortDef

wages, hire

Debugging

Headword:
χειροδόσιον
Headword (normalized):
χειροδόσιον
Headword (normalized/stripped):
χειροδοσιον
IDX:
113614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113615
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρο-δόσιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wages, hire,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}