Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειροβοσκός
χειροβρώς
χειρογάστωρ
χειρογονία
χειρογραφεω
χειρογραφία
χειρόγραφος
χειροδάϊκτος
χειρόδεικτος
χειρόδεσμος
χειροδίκαιος
χειροδίκης
χειροδόσιον
χειροδοτέω
χειρόδοτος
χειροδράκων
χειροδρόπος
χειροέρκτης
χειροήθεια
χειροήθης
χειροθεσία
View word page
χειροδίκαιος
χειρο-δίκαιος [ῐ], ον, = sq., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χειροδίκαιος
Headword (normalized):
χειροδίκαιος
Headword (normalized/stripped):
χειροδικαιος
IDX:
113612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113613
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρο-δίκαιος</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}