Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χείριστος
χειροάλυσις
χειροάναξ
χειροβαλλίστρα
χειροβάναυσος
χειροβαρής
χειρόβιος
χειρόβλημα
χειροβλιμάομαι
χειροβολέω
χειρόβολον
χειροβοσκός
χειροβρώς
χειρογάστωρ
χειρογονία
χειρογραφεω
χειρογραφία
χειρόγραφος
View word page
χειρόβλημα
χειρό-βλημα, ατος, τό, and χειρό-βλητον, τό, glossed by δράγματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χειρόβλημα
Headword (normalized):
χειρόβλημα
Headword (normalized/stripped):
χειροβλημα
IDX:
113598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113599
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρό-βλημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, and <span class="orth greek">χειρό-βλητον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, glossed by <span class="foreign greek">δράγματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}