Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χείριστος
χειροάλυσις
χειροάναξ
χειροβαλλίστρα
χειροβάναυσος
χειροβαρής
χειρόβιος
χειρόβλημα
χειροβλιμάομαι
χειροβολέω
χειρόβολον
χειροβοσκός
View word page
χειροάλυσις
χειρο-άλῠσις [ᾰ], εως, ,
A). = χειράλυσις , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χειροάλυσις
Headword (normalized):
χειροάλυσις
Headword (normalized/stripped):
χειροαλυσις
IDX:
113592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113593
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρο-άλῠσις</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χειράλυσις</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}