χειριστικόν
χειρ-ιστικόν, τό,
A). salary of χειριστής, PTeb. 121.49 (i B.C.).
II). ledger, (iii A.D.), etc. 1257.10
2). Adj. χειρ-κός, ή, όν, entered in a list, κατ’ ἄνδρα χ. πυρός ib. 1444.4 (iii A.D.), 1526.4 (iii A.D.).