Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειριδωτός
χειρίζω
χειρικός
χείριξις
χείριος
χειριπέδα
χειρίς
χείρισμα
χειρισμογράφος
χειρισμός
χειρίσοφος
χειριστέον
χειριστεύω
χειριστής
χειριστικόν
χείριστος
χειροάλυσις
χειροάναξ
χειροβαλλίστρα
χειροβάναυσος
χειροβαρής
View word page
χειρίσοφος
χειρίσοφος,
A). f.l. for χειρόσοφος.


ShortDef

Chirisophus

Debugging

Headword:
χειρίσοφος
Headword (normalized):
χειρίσοφος
Headword (normalized/stripped):
χειρισοφος
IDX:
113586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113587
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειρίσοφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">χειρόσοφος.</span> </div> </div><br><br>'}