χειραγωγός
χειρᾰγωγ-ός, όν,
A). leading, guiding, χ. ἀρχή Supp.Epigr. 8.464 (Egypt).
2). Subst., leader, guide, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων ; cf. 127 Act.Ap. 13.11 , : 2.794d τοῦ βίου τυφλὴ χ. (of Τύχη), ib. 98b ; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Or. 61.4 .