Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
χείρ
χειράγρα
χειραγρικός
χείραγρος
χειραγωγέω
χειραγώγημα
χειραγωγία
χειραγώγιμος
χειραγωγός
χελραλγός
χελραλειπτέω
χελράλυσις
χελράμαξα
χελραμάξιον
View word page
χείραγρος
χείραγρ-ος, = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χείραγρος
Headword (normalized):
χείραγρος
Headword (normalized/stripped):
χειραγρος
IDX:
113553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χείραγρ-ος</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}