Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειμασκέω
χείμαστρον
χειματικός
χειμάω
χειμέθλη
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χείμερος
χείμετλον
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
χειμωνόθεν
χειμωνοτύπος
View word page
χείμετλον
χείμετλον,
A). v. χίμετλον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χείμετλον
Headword (normalized):
χείμετλον
Headword (normalized/stripped):
χειμετλον
IDX:
113539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113540
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χείμετλον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χίμετλον.</span> </div> </div><br><br>'}