Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειματικός
χειμάω
χειμέθλη
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χείμερος
χείμετλον
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
χειμόσπορος
χειμοφυγέω
χειμών
χειμωνικός
View word page
χειμεριώδης
χειμερ-ιώδης, ες,
A). stormy, χειμών Gp. 1.12.23 .


ShortDef

stormy

Debugging

Headword:
χειμεριώδης
Headword (normalized):
χειμεριώδης
Headword (normalized/stripped):
χειμεριωδης
IDX:
113537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113538
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειμερ-ιώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stormy,</span> <span class="quote greek">χειμών</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 1.12.23 </span> .</div> </div><br><br>'}