Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χείμαρος
χειμάρροος
χειμαρρώδης
χειμάς
χειμασία
χείμασις
χειμασκέω
χείμαστρον
χειματικός
χειμάω
χειμέθλη
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμεριώδης
χείμερος
χείμετλον
χειμιέω
χειμίη
χειμοθνής
χειμοσπορέομαι
View word page
χειμέθλη
χειμέθλη,
A). v. χιμέτλη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χειμέθλη
Headword (normalized):
χειμέθλη
Headword (normalized/stripped):
χειμεθλη
IDX:
113533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113534
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χειμέθλη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χιμέτλη.</span> </div> </div><br><br>'}