ἀπαμείβομαι
ἀπᾰμείβομαι, fut. -ψομαι: aor.
A). ἀπημείφθην An. 2.5.15 : plpf. ἀπάμειπτο AP 14.2 , D. 8.165 :— reply, answer, freq. in , but always with a second more definite Verb, as ἀπαμειβόμενος προσέφη , al.; 1.84 ἀπαμείβετς φώνησέν τε 20.199 , al.; ὧδε ἀ. l.c.; τινά . 8.8