χατέω
χᾰτέω, Ep. Verb, used by only in pres.: later, impf.
I). c. inf., crave, need, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι ; 13.280 δμῶες χατέουσιν ἀντία δεσποίνης φάσθαι 15.376 : abs., χατέοντί περ ἔμπης , cf. 15.399 9.518 ; μάλα περ χατέουσα . 2.249