Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χαρτοτόμος
χαρτουλάριος
χαρτοφυλάκιον
χαρτοφύλαξ
χαρτυφάντης
χάρυβδις
χάρων
Χαρώνιος
Χαρωνῖται
χαρωπός
χάσιος
χάσις
χασκάζω
χάσκανον
χάσκαξ
χάσκω
χασκωρέω
χάσμα
χασμαθυπουργός
χασμάομαι
χασματίας
View word page
χάσιος
χάσιος· ἀγαθός, χρηστός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χάσιος
Headword (normalized):
χάσιος
Headword (normalized/stripped):
χασιος
IDX:
113454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113455
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χάσιος·</span> <span class="foreign greek">ἀγαθός, χρηστός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}