Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χαρακτήρισμα
χαρακτηρισμός
χαρακτηριστέον
χαρακτηριστικός
χαράκτης
χαρακτός
χαράκωμα
χαρακών
χαράκωσις
χαραμβαλιαστύς
χαραμός
χάραξ
χαραξίποντος
χάραξις
χαράσσω
χαρῆναι
χαρία
χαριδότης
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
View word page
χαραμός
χαραμός·
ἡ τῆς γῆς διάστασις, οἷον χηραμός
(
χιρ-
cod.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χαραμός
Headword (normalized):
χαραμός
Headword (normalized/stripped):
χαραμος
IDX:
113360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113361
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χαραμός·</span> <span class="foreign greek">ἡ τῆς γῆς διάστασις, οἷον χηραμός </span>(<span class="foreign greek">χιρ-</span> cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}