Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χαρακισμός
χαρακίτης
χαρακοβολία
χαρακολογέω
χαρακοποιέομαι
χαρακοποιία
χαρακόω
χαρακτήρ
χαρακτηριάζω
χαρακτηρίζω
χαρακτηρικός
χαρακτήρισμα
χαρακτηρισμός
χαρακτηριστέον
χαρακτηριστικός
χαράκτης
χαρακτός
χαράκωμα
χαρακών
χαράκωσις
χαραμβαλιαστύς
View word page
χαρακτηρικός
χαρακτηρ-ικός,
A). = χαρακτηριστικός (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαρακτηρικός
Headword (normalized):
χαρακτηρικός
Headword (normalized/stripped):
χαρακτηρικος
IDX:
113349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113350
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χαρακτηρ-ικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χαρακτηριστικός</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}