Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χαμεύνης
χαμευνία
χαμεύνιον
χαμευνίς
χάμευνος
χαμηλός
χαμῖτις
χαμνός
χαμόθεν
χαμοκοιτέω
χαμόκοιτος
χαμόμυλον
χαμόν
χαμοσόριον
χαμούλκιον
χαμουλκός
χάμψα
χάν
χαναναῖος
χᾶνας
χανδά
View word page
χαμόκοιτος
χᾰμό-κοιτος·
ὁ εἰς τὴν γῆν κοιμώμενος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χαμόκοιτος
Headword (normalized):
χαμόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
χαμοκοιτος
IDX:
113296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113297
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χᾰμό-κοιτος·</span> <span class="foreign greek">ὁ εἰς τὴν γῆν κοιμώμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}