Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χαμαισύκη
χαμαισχιδής
χαμαιτυπεῖον
χαμαιτυπέω
χαμαιτύπη
χαμαιτυπής
χαμαιτυπία
χαμαιτυπίς
χαμαίτυπος
χαμάνδις
χαμάομαι
χαμελαία
χαμελαΐτης
χαμερπής
χαμεταιρίς
χάμευνα
χαμευνάς
χαμευνέω
χαμεύνη
χαμεύνης
χαμευνία
View word page
χαμάομαι
χᾰμάομαι,
A). = χασμάομαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαμάομαι
Headword (normalized):
χαμάομαι
Headword (normalized/stripped):
χαμαομαι
IDX:
113277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113278
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χᾰμάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χασμάομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}