Χαλυβδικός
Χᾰλυβδικός or Χᾰλῠβικός (later, acc. to St. Byz.), ή, όν,
A). Chalybian, σίδηρος ὁ Χαλυβικός Mir. 833b22 : Χαλύβινος is v.l. in Sch. Tr. 1259 cod.Laur.: ἡ the land of the Chalybes,
2). of steel, , 247 ; 1109 ἄτερ Χαλυβδικοῦ without Chalybian, i.e. without steel, Heracl. 161 ; Χ. στόμωμα, v. στόμωμα.