Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χάλκωμα
χαλκωμᾶς
χαλκωμάτιον
χαλκωματουργός
χαλκών
χαλκώνητος
χαλκῶνυξ
χαλκωρυχεῖον
χαλκωρυχέω
χαλκώρυχος
χαλκωτήρ
χαλμαίας
Χαλυβδικός
χαλυβηΐς
χάλυβος
χάλυψ
χαμάδις
χαμαδύτης
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαί
View word page
χαλκωτήρ
χαλκωτήρ· κέραμός τις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαλκωτήρ
Headword (normalized):
χαλκωτήρ
Headword (normalized/stripped):
χαλκωτηρ
IDX:
113204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χαλκωτήρ·</span> <span class="foreign greek">κέραμός τις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}