Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χαλκοτήγανον
χαλκότονον
χαλκότοξος
χαλκοτόρευτος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
χαλκοτυπεῖον
χαλκοτυπέω
χαλκοτυπία
χαλκοτυπική
χαλκοτύπιον
χαλκότυπος
χαλκουργεῖον
χαλκουργέω
χαλκούργημα
χαλκουργία
χαλκουργικός
χαλκουργός
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκοφανής
View word page
χαλκοτύπιον
χαλκοτῠ/π-ιον, τό,
A). f.l. for χαλκοτυπεῖον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαλκοτύπιον
Headword (normalized):
χαλκοτύπιον
Headword (normalized/stripped):
χαλκοτυπιον
IDX:
113172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χαλκοτῠ/π-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">χαλκοτυπεῖον.</span> </div> </div><br><br>'}