Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
χαλκόπτης
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκοπώλης
χαλκόροφος
χαλκορυχεῖον
χαλκός
χαλκοσάνδαλος
χαλκοσκελής
χαλκοσμάραγδος
χαλκόστερνος
χαλκοστέφανος
χαλκόστομος
χαλκοτειχής
χαλκότευκτος
χαλκοτήγανον
χαλκότονον
χαλκότοξος
χαλκοτόρευτος
χαλκοτορέω
χαλκότορος
View word page
χαλκόστερνος
χαλκό-στερνος
,
ον
,
A).
=
χαλκοθώραξ, δυνάμεις
Phleg.
Fr.
36.3J.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χαλκόστερνος
Headword (normalized):
χαλκόστερνος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοστερνος
IDX:
113157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113158
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χαλκό-στερνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χαλκοθώραξ, δυνάμεις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phleg.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 36.3J. </span> </div> </div><br><br>'}