Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χαλκίς
χαλκισκάριον
χαλκισμός
χαλκίτης
χαλκῖτις
χαλκοάρας
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκόβατος
χαλκοβόας
χαλκογένειος
χαλκόγενυς
χαλκογλώχις
χαλκοδαίδαλος
χαλκοδάμας
χαλκοδεσμωτήρ
χαλκόδετος
χαλκόδους
χαλκοειδής
χαλκόζωνος
χαλκόθερμον
View word page
χαλκογένειος
χαλκο-γένειος, ον, = sq., AP 6.236 ( Phil.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαλκογένειος
Headword (normalized):
χαλκογένειος
Headword (normalized/stripped):
χαλκογενειος
IDX:
113100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113101
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χαλκο-γένειος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.236 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div><br><br>'}