Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χάλκανθος
χαλκάνθρωπος
χαλκανθώδης
χαλκάρματος
χαλκάς
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκεία
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκείτης
χαλκειώδης
χαλκέλατος
χαλκεμβολάς
χαλκέμβολος
χαλκένδυτος
χαλκέντερος
χαλκεντής
χαλκέντονον
χαλκεόγομφος
χαλκεόθυμος
View word page
χαλκείτης
χαλκ-είτης,
A). v. χαλκίτης 11.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαλκείτης
Headword (normalized):
χαλκείτης
Headword (normalized/stripped):
χαλκειτης
IDX:
113030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-113031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χαλκ-είτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">χαλκίτης</span> 11.</div> </div><br><br>'}