Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

χάζω
χαίνω
χάϊος
χαῖος
χαιρεκακέω
χαιρεκακία
χαιρέκακος
χαιρετίζω
χαιρέτισμα
χαιρετισμός
χαιρετιστικός
χαιρέφυλλον
χαιρηδών
χαιρητικός
χαιροσύνη
χαίρω
χαιτέεις
χαίτη
χαιτήεις
χαίτωμα
χάκωμα
View word page
χαιρετιστικός
χαιρετ-ιστικός, , όν, Sch.rec. A. Pers. l.c.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαιρετιστικός
Headword (normalized):
χαιρετιστικός
Headword (normalized/stripped):
χαιρετιστικος
IDX:
112919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">χαιρετ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, Sch.rec.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pers.</span> </span>l.c.</div><br><br>'}