Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φωτιστήριον
φωτιστικός
φωτοβίας
φωτοβολία
φωτοδότης
φωτοειδής
φωτοθυρίς
φωτοκινήτης
φωτοκράτωρ
φωτολαμπής
φωτολόγιον
φωτοπλήξ
φωτοποιός
φωτουλκός
φωτουργός
φωτοφάνεια
φωτοφόρος
φωτώδης
φῶυξ
φώψ
Χ
View word page
φωτολόγιον
φωτο-λόγιον· τυφλόν, νεκρόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φωτολόγιον
Headword (normalized):
φωτολόγιον
Headword (normalized/stripped):
φωτολογιον
IDX:
112889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112890
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φωτο-λόγιον·</span> <span class="foreign greek">τυφλόν, νεκρόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}