Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φωρά
φωρατός
φωράω
φώρειον
φωριαμός
φωριάω
φωρίδιος
φώριον
φώριος
φῶρος
φώρτατος
φώς
φῶς
φώσκω
φώσσω
φώσσων
φωσσώνιον
φωστήρ
φωσφόρεια
φωσφορέω
φωσφορία
View word page
φώρτατος
φώρτατος, Sup. of φώρ (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φώρτατος
Headword (normalized):
φώρτατος
Headword (normalized/stripped):
φωρτατος
IDX:
112851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112852
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φώρτατος</span>, Sup. of <span class="foreign greek">φώρ</span> (q. v.).</div><br><br>'}