Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φυτήκομος
φυτιαῖος
φυτικός
φύτιος
φύτλη
φύτλον
φυτοβασίλειον
φυτοειδῶς
φυτοεργός
φυτοκομέω
φυτοκόμια
φυτόν
φυτόομαι
φυτός
φυτοσκαφία
φυτοσκάφος
φυτοσπορία
φυτόσπορος
φυτοτροφέομαι
φυτοτροφία
φυτότροφος
View word page
φυτοκόμια
φῠτοκόμ-ια, ,
A). = φυτηκομία , Gp.Prooem. 7 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φυτοκόμια
Headword (normalized):
φυτοκόμια
Headword (normalized/stripped):
φυτοκομια
IDX:
112758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112759
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῠτοκόμ-ια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φυτηκομία</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.Prooem.</span> 7 </span>.</div> </div><br><br>'}