Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φύσσα
φυστή
φύστις
φυσώ
φυσώδης
φυταγωγέω
φυταλιά
φυταλίζω
φυτάλιος
φυτάλμιος
φυταρίδιον
φυτάριον
φυτάς
φυτεία
φύτειρον
φύτευμα
φυτεύσιμος
φύτευσις
φυτευτέον
φυτευτήριον
φυτευτής
View word page
φυταρίδιον
φῠτ-ᾰρίδιον, τό, Dim. of sq., dub. in Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φυταρίδιον
Headword (normalized):
φυταρίδιον
Headword (normalized/stripped):
φυταριδιον
IDX:
112732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῠτ-ᾰρίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of sq., dub. in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}