Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φύς
φῦσα
φυσάδεια
φυσακτήρ
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φυσάριον
φυσασμός
φυσατήριον
φυσάω
φυσέχη
φυσέων
φυσηλάται
φύσημα
φυσημάτιον
φύσησις
φυσητέον
φυσητήρ
φυσητήριον
View word page
φυσατήριον
φῡς-ᾱτήριον
, Dor. for
φυσητ-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φυσατήριον
Headword (normalized):
φυσατήριον
Headword (normalized/stripped):
φυσατηριον
IDX:
112662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112663
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῡς-ᾱτήριον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">φυσητ-.</span> </div><br><br>'}