Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φυροῖ
φυρός
φυρόχρωμος
φύρσιμος
φύρσις
φυρτήτης
φύρω
φύς
φῦσα
φυσάδεια
φυσακτήρ
φυσαλέος
φυσαλλίς
φύσαλος
φύσανσις
φυσάριον
φυσασμός
φυσατήριον
φυσάω
φυσέχη
φυσέων
View word page
φυσακτήρ
φυσακτήρ·
ἄρτος ποιός τις ποπανώδης,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φυσακτήρ
Headword (normalized):
φυσακτήρ
Headword (normalized/stripped):
φυσακτηρ
IDX:
112655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112656
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φυσακτήρ·</span> <span class="foreign greek">ἄρτος ποιός τις ποπανώδης,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}