φυράω
φυρ-άω, 3 pl.
A). φυρῶσι : fut. 2.36 -άσω Th. 48 : aor. ἐφύρᾱσα Ti. 73e , Ion. -ησα Fist. 10 : pf. πεφύρᾱκα Att. 6.4.3 , 6.5.1 :— Med., aor. ἐφυρᾱσάμην Nu. 979 (anap.); Ion. -ησάμην Th. 932 :— Pass., aor. ἐφυράθην Tht. 147c , APl. 4.191 (Nicaen.); Ion. -ήθην AP 7.748 ( ): pf. πεφύραμαι, Ion. -ημαι (v. infr.):—lengthd. form of φύρω (but almost limited to the sense of mixing flour and similar substances), φ. τὸ σταῖς τοῖσι ποσί l.c.; οἴνῳ φυρήσας l.c., cf. PHolm. 4.9 ; εἰς ὕδωρ φ. ib. 6.18 ; φ. μετὰ ὑδραργύρου ib. 4.35 ; μᾶζαν φ. Vict. 2.40 ; οἱ φυρῶντες bread-kneaders, HG 7.2.22 ; γῆν τήνδε φυράσειν φόνῳ to make earth into a bloody paste, l.c.; γῆν .. ἐφύρασε καὶ ἔδευσε μυελῷ Ti. 73e : Pass., ἄρτος πολλῷ ὕδατι πεφυρημένος VM 14 ; ἰσχυρῶς πεφ. ibid.; οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ ἄλφιτα πεφυραμένα ( v.l. πεφυρμένα ) ; 3.49 γῆ ὑγρῷ φυραθεῖσα πηλὸς ἂν εἴη Tht. 147c .
2). metaph., μαλακὴν φυρασάμενος τὴν φωνὴν πρὸς τὸν ἐραστὴν ἐβάδιζεν making one's voice supple, i.e. soft, towards one's lover, l.c.; πολέεσσι πεφύρησαι χαλεποῖσι, θυμέ art confounded by .. ; 7.1 πεφυρακέναι τὰς ψήφους to have cooked the accounts, cc.