Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φύλλινος
φύλλιον
φυλλίς
φυλλῖτις
φυλλιών
φυλλοβολέω
φυλλοβολία
φυλλόβολος
φυλλόκομος
φυλλοκόπος
φυλλοκρίνω
φυλλολογέω
φυλλολογία
φυλλολόγος
φυλλομανέω
φυλλομανής
φύλλον
φυλλορόος
φυλλορροέω
φυλλόρροια
φυλλόσκεπος
View word page
φυλλοκρίνω
φυλλο-κρίνω
,
A).
f.l. for
φυλοκρινέω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φυλλοκρίνω
Headword (normalized):
φυλλοκρίνω
Headword (normalized/stripped):
φυλλοκρινω
IDX:
112583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112584
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φυλλο-κρίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">φυλοκρινέω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}