Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φυλλάζω
φυλλάκανθος
φυλλάμπελον
φυλλαναλογημός
φυλλανθές
φυλλάριον
φυλλάς
φυλλεῖν
φυλλεῖον
φύλλες
φυλλία
φυλλιάς
φυλλιάω
φυλλίζω
φυλλικός
φυλλίνης
φύλλινος
φύλλιον
φυλλίς
φυλλῖτις
φυλλιών
View word page
φυλλία
φυλλ-ία,
A). v. φυλία ,


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φυλλία
Headword (normalized):
φυλλία
Headword (normalized/stripped):
φυλλια
IDX:
112567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112568
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φυλλ-ία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φυλία</span> ,</div> </div><br><br>'}