Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φυληρις
φυλία
φύλιος
φυλλάζω
φυλλάκανθος
φυλλάμπελον
φυλλαναλογημός
φυλλανθές
φυλλάριον
φυλλάς
φυλλεῖν
φυλλεῖον
φύλλες
φυλλία
φυλλιάς
φυλλιάω
φυλλίζω
φυλλικός
φυλλίνης
φύλλινος
φύλλιον
View word page
φυλλεῖν
φυλλ-εῖν· ἀδολεσχεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φυλλεῖν
Headword (normalized):
φυλλεῖν
Headword (normalized/stripped):
φυλλειν
IDX:
112564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φυλλ-εῖν·</span> <span class="foreign greek">ἀδολεσχεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}