Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φυλετεύω
φυλέτης
φυλετικός
φυλή
φυληρις
φυλία
φύλιος
φυλλάζω
φυλλάκανθος
φυλλάμπελον
φυλλαναλογημός
φυλλανθές
φυλλάριον
φυλλάς
φυλλεῖν
φυλλεῖον
φύλλες
φυλλία
φυλλιάς
φυλλιάω
φυλλίζω
View word page
φυλλαναλογημός
φυλλ-αναλογημός, =
A). racematio, ib.


ShortDef

racematio

Debugging

Headword:
φυλλαναλογημός
Headword (normalized):
φυλλαναλογημός
Headword (normalized/stripped):
φυλλαναλογημος
IDX:
112560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φυλλ-αναλογημός</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">racematio,</span> ib.</div> </div><br><br>'}