Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φυγόξενος
φυγόπατρις
φυγόπολις
φυγοπονία
φυγόπονος
φυγοπτόλεμος
φυγόπτολις
φύζα
φυζακινός
φυζαλέος
φυζάναι
φυζηλός
φύζω
φυή1
φύη2
φυκαρίζω
φυκάριον
φύκης
φυκία
φυκίασις
φυκίδιον
View word page
φυζάναι
φυζ-άναι
(inf. of
Φύζημι
)
· φυγεῖν, δειλιάσαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φυζάναι
Headword (normalized):
φυζάναι
Headword (normalized/stripped):
φυζαναι
IDX:
112483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112484
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φυζ-άναι</span> (inf. of <span class="foreign greek">Φύζημι</span>)<span class="foreign greek">· φυγεῖν, δειλιάσαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}