Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φρύττω
φῦ
φυγαγωγός
φύγαδε
φυγαδεία
φυγαδεῖον
φυγάδευσις
φυγαδευτέον
φυγαδευτήριον
φυγαδευτικός
φυγαδευτός
φυγαδεύω
φυγαδικός
φύγαδις
φυγαδοδαίμων
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγανθρωπεύω
φυγανθρωπία
φυγαρσενία
φυγαρχέω
View word page
φυγαδευτός
φῠγᾰδ-ευτός
,
ή
,
όν
,
A).
exiled,
dub. cj. in
Gloss.
ShortDef
exiled
Debugging
Headword:
φυγαδευτός
Headword (normalized):
φυγαδευτός
Headword (normalized/stripped):
φυγαδευτος
IDX:
112446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112447
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῠγᾰδ-ευτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exiled,</span> dub. cj. in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}